-
1 προμνηστικη
-
2 προ-μνηστικός
προ-μνηστικός, ή, όν, sreiwerberisch; ἡ προμνηστική, sc. τέχνη, die Kunst des Freiwerbers, Plat. Theaet. 150 a.
-
3 προμνηστικός
προ-μνηστικός, ή, όν, freiwerberisch; ἡ προμνηστική, sc. τέχνη, die Kunst des Freiwerbers
См. также в других словарях:
προμνηστικός — ή, όν, Α [προμνῶμαι] 1. ο ικανός στο να κάνει προξενιά 2. φρ. «προμνηστικὴ τέχνη» η τέχνη τού να κάνει κανείς προξενιά … Dictionary of Greek